άρμεγμα

άρμεγμα
το
1. η σύσφιγξη των μαστών θηλυκού ζώου για την εξαγωγή γάλακτος
2. η χρηματική εκμετάλλευση κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άρμεγμα — το το να αρμέγει κανείς: Ακόμη δεν είχαν αρχίσει το άρμεγμα των γελαδιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμολγός — ἀμολγός, ο (Α) νεοελλ. νυχτερινό άρμεγμα (Παπαδιαμ. Γ 339) αρχ. 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη μέση, στην καρδιά τής νύχτας λέγεται επίσης για το λυκαυγές, όταν φαίνεται η Αφροδίτη, ή για το λυκόφως, όταν ανατέλλει το… …   Dictionary of Greek

  • αμελκτική μηχανή — Συσκευή που χρησιμοποιείται για το άρμεγμα αγελάδων. Αποτελείται ουσιαστικά από σωλήνες ελαστικού που εφαρμόζονται αεροστεγώς στις θηλές των μαστών· στους σωλήνες αυτούς προκαλούνται με αντλία διακοπτόμενες ελαττώσεις της πίεσης με τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

  • πέλυξ — (I) υκος, ὁ, Α ξύλινο αγγείο, πλατύ στον πυθμένα και στενότερο στο στόμιο, το οποίο χρησίμευε κατά την αρχαιότητα για άρμεγμα, η πέλλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πέλλα (Ι) «δοχείο για άρμεγμα» κατά το κάλυξ]. (II) υκος, ὁ, ΑΜ είδος πελέκεως.… …   Dictionary of Greek

  • Καύνιος — Καύνιος, ία, ον (Α) [Καύνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη τής Καρίας Καύνο ή που κατάγεται από την Καύνο («οἱ δὲ Καύνιοι αὐτόχθονες δοκέειν ἐμοί εἰσι», Ηρόδ.) 2. παροιμ. α) «ἡ Καυνία βοῡς» για περιπτώσεις ματαιοπονίας, γιατί η… …   Dictionary of Greek

  • άμελγμα — το [αμέλγω] άρμεγμα …   Dictionary of Greek

  • άμελξη — η (Α ἄμελξις) [ἀμέλγω] τεχνητή αφαίρεση τού γάλακτος από τους μαστούς, άρμεγμα …   Dictionary of Greek

  • αμελκτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην άμελξη, που υποβοηθεί το άρμεγμα «αμελκτική μηχανή». [ΕΤΥΜΟΛ. < αμέλγω + παραγ. κατάλ. τικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”